- πάρειμ'
- πάρειμι , πάρειμι 1sumpres ind act 1st sgπάρειμι , πάρειμι 2ibopres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
είεν — εἶεν (Α) μόριο που χρησιμοποιείται α) στη μετάβαση από ένα ζήτημα σε άλλο πάει καλά, ας είναι, καλά λοιπόν («εἶεν πάρειμ ἐντεῡθεν ἐς...», Αριστοφ.) β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο στοιχείο στη συζήτηση έχει καλώς («εἶεν, ἐρεῑ δέ... Αντιφ.) … Dictionary of Greek